- ὑβριστικῇ
- ὑβριστικόςgiven to wantonnessfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑβριστική — ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον … Dictionary of Greek
όρσε — επιφών. 1. (με σκωπτική ή υβριστική σημ.) ορίστε, ιδού, να 2. χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνοδεύει υβριστική χειρονομία 3. φρ. α) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» λέγεται γι αυτούς που κάνουν κάτι άκαιρα ή αδέξια β) «όρσε να τά πάρεις μόνος σου» δεν … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δίποδο — το 1. ο άνθρωπος, επειδή έχει δύο πόδια 2. (με υβριστική σημασία) ανόητος, σαν ζώο 3. έπιπλο ή σκεύος με δύο στηρίγματα 4. τα πόδια τού ίππου κυρίως θεωρούμενα ανά δύο (α. «πρόσθιο δίποδο» β. «οπίσθιο δίποδο» γ. «πλάγιο δεξιό» δ. «πλάγιο… … Dictionary of Greek
επιβλασφημώ — ἐπιβλασφημῶ, έω (Α) χρησιμοποιώ πολύ υβριστική γλώσσα … Dictionary of Greek
ερασιτέχνης — ο, θηλ. ερασιτέχνις 1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος 2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ … Dictionary of Greek